- θεοπρόσπολος
- θεο-πρόσπολος,= foreg., Ptol.Tetr.71, 155 (where Procl. renders προσπλεκόμενοι πρὸς τὸ θεῖον ([etym.] πρὸς θεούς)).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θεοπρόσπολος — θεοπρόσπολος, ον (Α) ο θεοπρόσπλοκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πρόσ πολος «υπηρέτης» (< προς + πόλος < πέλομαι, πρβλ. αι πόλος, ονειρο πόλος)] … Dictionary of Greek
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek